ενοικείωσις

ενοικείωσις
ἐνοικείωσις, η (Μ) [ενοικειώ]
διαμονή σ' έναν τόπο, εγκατοίκηση, εγκατάσταση, διαμονή κάπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”